Ο Πανος -ετουτος ο ρομαντικος ονειροπολος που εφτιαξε το σκαρι του Κουρσαρου δωδεκα χρονια πριν ηταν ναυτης στο Αιγαιωτισσα ΙΙ , το καραβοσκαρο που πλοιαρχευε τοτε ο Καπτα Σταυρος ο Αρελης που εφτιαξε τα σχεδια του Κουρσαρου... Η μοιρα το εφερε κ την νυχτα της 26ης Σεπτεμβρη το Αιγαιωτισσα ΙΙ βρισκοταν στην Παροικια. και πηρε ενεργο μερος στην διασωση.
Οι δηιγησεις των μελων του πληρωματος, οι αφηγησεις αυτων που σωσαμε δημοσιευονται τωρα 12 χρονια μετα στο περιοδικο Εφοπλιστης (τευχος Οκτωβριου)...Επειδη ομως δεν πρεπει να περασει στη σφαιρα της ληθης το ατυχημα ετουτο κανω κ εδω μια αναδημοσιευση του αρθρου μου.
Με την ευχη να μην ξαναεχουμε τετοιες μελανες σελιδες στην ιστορια μας την ναυτικη...
σ.σ. Στις διγηγησεις καποιοι ειμαι σιγουρη πως θα αναγνωρισετε τον Πανο κ την δυναμη της ψυχης του.
-------------------------------------
28.9.12
"Την ωρα που κοπηκε ο καιρος...."
Εφοπλιστης τευχος 234- Οκτωβρης 2012. Το εστειλα διχως τιτλο... νομιζω ομως πως διαλεξαν τον πλεον καταλληλο
Σαμινα - 12 χρονια μετα...
Γραφει στα περιεχομενα...
"Μια σπαρακτικη αφηγηση που αναψηλαφει την πληγωμενη μνημη"...
Δεν ξερω αν ειναι σπαρακτικη ειναι ομως αληθινη μεχρι την τελευταια της λεξη...
---------------------------------------------------------------------------------------------------
Σαμινα - 12 χρονια μετα...
Γραφει στα περιεχομενα...
"Μια σπαρακτικη αφηγηση που αναψηλαφει την πληγωμενη μνημη"...
Δεν ξερω αν ειναι σπαρακτικη ειναι ομως αληθινη μεχρι την τελευταια της λεξη...
---------------------------------------------------------------------------------------------------
Τίποτα δεν με δυσκολεύει περισσότερο από το να γράψω για το ναυάγιο
του Εξ. Σαμίνα.
Αν ήμουν παρατηρητής εκ του μακρόθεν , αντικειμενική κ αμέτοχη, ίσως να ήταν πιο εύκολο. Έχοντας
όμως ζήσει εκ του σύνεγγυς όσα εκείνο το βράδυ συνέβησαν πάντα παρουσιάζω μια δυστοκία
στο γράψιμο τέτοιου κειμένου.
Είναι πολύ «μικρές» οι λέξεις για να εκφράσουν όσα έγιναν…
Είναι πολύ «λίγα» τα κομμάτια για να συμπληρώσουν την φρίκη…
Είναι «βαρύ» το συναισθηματικό φορτίο των ανθρώπων μου, των ανθρώπων
του Αιγαιωτισσα ΙΙ που ήταν παρόντες στην διάσωση. Είναι βαριές, ασήκωτες οι διηγήσεις
τους. Κρύβουν πόνο, κρύβουν θάνατο. Πως
να το αποτυπώσεις με λέξεις…
Για μας οι ναυαγοί δεν είναι απλά ένα νούμερο, οι πνιγμένοι δεν
είναι ένας αριθμός. Έχουν όνομα ( η Μαρία, η Μαρίνα , ο Σταμάτης, ο
Σαμιώτης) , είναι εικόνες , είναι στιγμές χαραγμένες ανεξίτηλα στην μνήμη …δεν
είναι αποστεωμένη περιγραφή ενός τραγικού συμβάντος…Ενός σύγχρονου ναυάγιου…
Δώδεκα χρόνια μετά, μίλησα ξανά μαζί τους για το βράδυ εκείνο.
Η ίδια ζέση στην φωνή, ο ίδιος πόνος, χείμαρρος οι λέξεις , χείμαρρος οι διηγήσεις
κ το συναίσθημα –ετούτη τη φορά -να περισσεύει… Τότε ήταν όλα ανάκατα, όλα μπερδεμένα
… το σκοτάδι, οι κραυγές , τα ουρλιαχτά , ο θάνατος… τρόμος, φόβος, αγωνιά κ έρεβος…
Εκείνη τη νύχτα τα συναισθήματα
πάγωσαν, τα στόματα βουβάθηκαν , εκείνη τη νύχτα πάγωσε ο χρόνος… πάγωσαν κ
οι ψυχές…
Και πονάνε ετούτες οι μνήμες... πληγές ανοιχτές είναι οι περιγραφές..
Δώδεκα χρόνια μετά . Όμως δεν πρέπει να ξεχάσουμε ... δεν πρέπει να λησμονήσουμε
... φόρος τιμής σε κείνους που χάθηκαν άδικα τότε... σε κείνους που δεν μπορέσαμε
κ εμείς κ οι άλλοι να σώσουμε....
Οι αφηγήσεις σκόρπιες, και οι εικόνες ανάκατες…, απολείπει ο
ειρμός , τι να πρωτοσυγκρατησει , τι δομή μπορεί να έχει η έρμη μνήμη τέτοιες στιγμές?
Πίσω στο βράδυ εκείνο λοιπόν .
Τότε…
26 Σεπτέμβρη 2000 . Περί τις 22.00 βραδινή…. Η μοιραία ώρα…
Άγρια νύχτα σαν χειμωνιάτικη… Βόρειοι Βορειοανατολικοί οι άνεμοι,
οχτάρι γεμάτο κ το Ικάριο να κατεβάζει χοντρό κύμα ζωντανό…
-«Βουλιάζει το Σαμινα». Αναγγέλλει ο αλαφιασμένος
Λιμενικός…Ανάμεσα σε Πόρτες – Βουβές – Αγια Ειρήνη. Εντολή για παράσχεση κάθε
δυνατής βοήθειας.
«….Οι καιρικές συνθήκες από τις δυσμενέστερες. Πνέουν άνεμοι πολύ θυελλώδεις
με ισχυρότατη αποθαλασσια. Το πλοίο
διατοιχίζεται κ προνευστάζει. Πλοίο , πηδάλιο κ μηχανές υποφέρουν….» η λιτή έγγραφη του ημερολόγιου Γέφυρας.
Πάση δύναμη οι μηχανές κ ξαφνικά ένα χάος αναπάντεχο… Μες στο σκοτάδι κ την μαυρίλα
της ανταριασμένης θάλασσας , εκατοντάδες λαμπιόνια φέγγουν, εκατοντάδες ναυαγοί
έρμαια των κυμάτων κ του αντιμαμαλου … κ το βαπόρι ήδη στο βυθό βουλιαγμένο δίχως φώτα …δίχως το
παραμικρό σημάδι..
Κρατει απότομο , οι ρεβερσες
να αγκομαχούν . Σκάφη τριγύρω πολλά, ένας συφερτος
καϊκιών, ψαράδικων, ανεμοτρατών, φουσκωτών , ιστιοφόρων , ότι πλεούμενο
της Παροικίας παρόν. Κ τούτο εδώ το σκάφος το μεγαλύτερο το πιο δυσκίνητο για
την μανούβρα αυτή…
«… Τις κινήσεις μας δυσκολεύουν τα μέγιστα, σχοινιά , οι ναυαγοί κ το πυκνό
σκοτάδι…»
Και σε τούτη τη γέφυρα - κ στις άλλες- ,να πρέπει να επικρατήσει
η ψυχραιμία… χειρουργικές οι κινήσεις, ακρίβειας… κ ο προβολέας να φωτίζει
, σκάφη, ξερές, βράχια , ναυαγούς… να
μην τσακιστούν, να μην σκοτώσουν κανέναν… Δυο φορές νόμιζαν πως βρήκανε σε Βραχιά…
ήταν τα κύματα. Μια λέμβος κάτω από της πρύμης τον ναινά. ..
–«Μην κανείς κίνηση,
θα τους πάρει η προπέλα»
Και ετούτη τη γέφυρα να την καπελώνει από την πρύμη μέχρι
την κόντρα γέφυρα το κύμα…. Έξι – εφτά μέτρα θεόρατο…
Και να ουρλιάζει ο ασύρματος… και εκεί φωνες απόγνωσης … και
οδηγίες … κ συντονισμός…
-«φως, δωστε μας φως» …. να εκπληπαρουν οι ψαραδες, τα
καικια…
Και στο κατάστρωμα … η κουπαστή να έρχεται ένα με την θάλασσα
σε κάθε πλαγιοκοπημα σε κάθε μποτζαρισμα… Ο
θάνατος κ η ζωή… και οι προσπάθειες υπεράνθρωπες, εκεί που τα όρια τα
ανθρώπινα προ πολλού ξεπεράστηκαν … Κανένας δεν νοιώθει τίποτα… Ούτε φόβο… Ούτε
οδύνη … Μόνο ένα υπέρτατο καθήκον, ένα χρέος να σωθούν ετούτοι που βρίσκονται μες το νερό…
.
Και ένα μελαχρινό αγόρι , ένα παλικάρι 25νταχρονο με καρό πράσινο-μαύρο πουκάμισο σκάει
πνιγμένο στου σκάφους τα έξαλλα , άψυχο κουβάρι δίπλα στην πλαϊνή τη σκάλα..
-«Θεέ μου ..ένας πεθαμένος» το ουρλιαχτό… και η φράση που έμεινε
σε όλους μέχρι σήμερα, η πρώτη πρώτη
εκείνη του καπετάνιου ορντινα :
-« Αφήστε τους πεθαμένους πάμε για τους ζωντανούς»
Και οι ζωντανοί περικυκλώνουν το καράβι… Από τα αριστερά
τους πήγε ο καιρός, εκεί που ούτε σκάλα υπήρχε , ούτε απάγκιαζε… πώς να
αρπαχτουν απ το ψηλο τακαδο?
Και πετιούνται σχοινιά , και κουλούρες και μπαλόνια και βελαγια… Ότι υπάρχει εύκαιρο…
από ότι μπορούν να κρατηθούν.
-«Μη φοβάστε , είμαστε δίπλα σας…» οι κραυγές μέχρι που
έκλεινε η φωνή … μπας κ δεν νοιώσουν μόνοι… Λόγια που σκορπά ο άνεμος…
-«Κάντε κουράγιο, λίγο ακόμα»
Δυο κοπέλες , η μια δεν ξέρει μπάνιο… με το σωσίβιο απεγνωσμένα
προσπαθεί να πιαστεί από την σκάλα . Μοιάζει παιδί. Μικρό παιδί…
-«Το παιδί… να σώσετε το παιδί…»
Την σπρώχνει με δύναμη η άλλη. Σκαλώνει η πλεχτή ζακέτα της
στα ρέλια… την αρπάζουν… Την απιθώνουν στο σαλόνι… κουβέρτα πρόχειρη κ κονιάκ
για την υποθερμία… και κλάμα … και θρήνος…
-«Μη μιλάς, μην λες τίποτε, κάνε το σταυρό σου, εσύ είσαι ζωντανή…»
Και ανεβαίνει η πιο ψύχραιμη
των ναυαγών ,αυτή που ανέλαβε να φροντίσει τους υπόλοιπους…
Και πιάνουν ένα παλικάρι Καριωτη κ αυτός κατάχαμα στο σαλόνι με ένα κουβα γατζωμένο
στα χέρια να προσπαθεί να βγάλει τη θάλασσα
που κατάπιε…
Και το σκάφος να κουπασταρει , και να χαροπαλεύουν όλοι μαζί
διασώστες κ διασωθέντες.…
Και μια μικρομανα με το παιδί της σφιχταγκαλιασμένη , εκλιπαρεί,
δεν έχει αντοχές , δεν έχει κουράγια, και πριν φτάσει σε κείνη ο κάβος , έρχεται
το κύμα κ την πνίγει…
Και ο μεσήλικας που πρόλαβε να πιάσει το σχοινί μα δεν πρόλαβε
να σωθεί… Επιθανάτιο τίναγμα κ το σώμα σπαρταρά παραδομένο. Την ώρα εκείνη που βγαίνει
η ψυχή..
Και μια λέμβος σωσίβια τουμπαρισμένη κ ο ναύτης με το ένα πόδι
πάνω να προσπαθεί να την δέσει κ γαντζωμένοι δυο άνθρωποι από τα σχοινιά της αναζητούν την σωτήρια…
Και οι κουλούρες οι πορτοκαλιές – το πιο πολύτιμο μέσο - με το βιλαι να πετιόνται
σε οποίο ζευγάρι χέρια είναι πιο κοντά…
Και από τον εργάτη της πρύμης να βιράρουνε τον ναυαγό… Και
να γλιστρά, να τον χάνουν…και τον αρπάζουν βιαία για να σωθει…
Και ο άντρας ο σαμιώτης βγαίνει σωος…Και αγκαλιάζει το κατάρτι
κ ουρλιάζει…
-«την γυναίκα μου …πιάστε την γυναίκα μου» που το κύμα , το αντιμαμαλο,
ο άνεμος ,τα ρέματα την περνούν μακριά…. Και ο σωσμένος ετούτος κάνει απεγνωσμένη προσπάθεια να ξαναπέσει στο νερό
, η να πνίγει ή να την σώσει ….
Και αντάμα με τους Έλληνες
και τέσσερις αλλοδαποί…
Και στο σαλόνι … με τα έπιπλα σωρό , την θάλασσα ξερασμένη στα χαλια…ένα τοπίο βομβαρδισμένο … άνθρωπος να μην μπορεί
να σταθεί ορθός από το μπότζι . κλεισμένα παραθύρια κ πόρτες , και κουβέρτες κ ρούχα,
οι ναυαγοί κατάχαμα ξαπλωμένοι, πειθήνια άκουγαν οδηγίες… το βλέμμα τους λέει απλανές, σαν να χάθηκε εκεί στις Πόρτες …
σαν να ήταν αλλού… το πλοίο διατοιχιζετε
συνεχώς … και ένα τηλέφωνο περνά από χέρι
σε χέρι…και κλάμα κ οδύνη κ πόνος…
-«πάρτε τα σπίτια σας , να πείτε πως είστε ζωντανοί»…
Και άλλο τηλεφωνημα από ανυποψιαστους φοβισμενους συγγενεις…
το λιμεναρχειο στο μακρυνο νησι τους λεει λογος ανησυχιας δεν συντρεχει
κανενας… Εχουν σπευσει τα πολεμικα για περισυλλογη κ ο καιρος είναι καλος…
Η απαντηση προσγειωνει:
- «Η θαλασσα εχει γεμισει πτωματα»
-«Τι θέλετε?» η ερώτηση την ώρα της καταγραφής των ονομάτων για μεταβίβαση στο θάλαμο επιχειρήσεων…
-«ένα μόνο, να πιάσουμε
στεριά» παράκληση θερμή κ ικεσία απεγνωσμένη όλων…
… « Τους μεταφέρουμε στο Λιμάνι της Παροικίας
, απ όπου με φροντίδα λιμενικών κ ασθενοφόρων μεταφέρθηκαν για τα περαιτέρω. Εμείς
επιστρέψαμε στο χώρο του ναυάγιου καθ ότι είχα επισημάνει στην βραχονησίδα Κακία
Σκάλα ναυαγούς.»
Τώρα οι φωτοβολίδες φώτιζαν , τα ποσταλια σε μιλιών απόσταση
αμέτοχοι παρατηρητές …το Πρεβελης σχεδόν 3 μιλιά μακριά συντονίζει…και στα 200 μέτρα
ναυαγός… ζωντανός ακόμη… κ ο άνεμος αγγελιοφόρος των κραυγών του… ουρλιάζει για
βοήθεια… Άπειρες απεγνωσμένες προσπάθειες να τον προσεγγίζουν. … και το σκάφος
να μην ακούει…. Να μην υπακούει …και οι κραυγές να επιμένουν μέχρι που ξεψυχισμένες
χάθηκαν… κ όχι δεν είχε κοπάσει ο αγέρας που τις έφερνε σιμά…
… «δυσκολεύομαι πολύ με τις μηχανές κ τις κινήσεις
καθ όσον υποπτεύομαι ότι στους έλικες έχω πάρει σχοινιά…»
Και φως , να φωτίζει στο βράχο τους ναυαγούς … τους ναυαγούς
που χάνονταν από τα μάτια σε κάθε κύμα….
….«Ειδοποιήθηκα
από το λιμεναρχείο Πάρου ότι επίκειται άφιξη ελικόπτερου για την διάσωση των ναυαγών.
Εγώ προσπαθώ να κρατώ το σκάφος πλησίον της βραχονησίδας και να φωτίζω με τον προβολέα
για εμψύχωση των ναυαγών μέχρι το πέρας της διάσωσης.»
05.00 « επιστρέψαμε. Αγκυροβολιση – πρυμνοδετηση»
10.00 «απελευθερώσαμε τους έλικες από τα σχοινιά, ιδιοις δυναμεις»…
Πιο λακωνικά δεν γίνεται… πονάνε οι λέξεις…
Επιστροφή στην παροικία… κ τα στόματα βουβά πια…. πονάνε οι κουβέντες..
Τα φορτοταξι στην προβλήτα φορτώνουν πλαστικές σακουλές πτωμάτων
πια… σαν να μην πρόκειται για ανθρώπους..
Το κεφάλι χτυπάει στο μπουλμε… μια μονη φραση …- «Γιατί Θεέ
μου , γιατί?»… υπάρχει απάντηση ικανη να ξορκίσει την απόγνωση?
Μια κοπελιά αμήχανη έρχεται. Ψελλίζει ένα-« ευχαριστώ … με
σώσατε…» χάνεται στο μουδιασμένο πλήθος.
Αναζήτηση εναγωνιωδης στο Κέντρο υγείας των ονομάτων… Στους
επιζωντες..Μια κουβέρτα να σκεπάζει το κρύο της ψυχής…-«Θεια κρατά μου το χέρι»..
Δώδεκα χρόνια μετά…. Ζήτω από όλους να ανακαλέσουν τις μνήμες…
-«δύσκολα βάζεις.»
-«Τι έχει μείνει?»
Κανείς δεν ξέχασε ούτε μια στιγμή. Τίποτα δεν έσβησε από την
μνήμη. Κάποιοι με «βρίζουν» με αγάπη … Και τους ναυαγούς? Πώς να τολμήσω να
τους ρωτήσω?
-« Με το μαλακό… σιγά σιγά , να δεις αν σηκώνει».
-«τι έχει μείνει? Ρώτας τι έχει μείνει?» Κρύβει θυμό, κρύβει οργή., κρύβει νεύρο…
-«Τα πάντα μείνανε»
-«Ένα σου λέω να μην αξιώσει ο θεός κανένα να το ζήσει. Να
σε εκλιπαρούν για βοήθεια κ να μην μπορείς να την προσφέρεις…» αυτό έχει κατασταλάξει,
αυτό έχει μείνει στην ψυχή…
Τι έχει μείνει επιμένω πεισματικά και καταγράφω .…σαν να
προσπαθώ να συλλέξω να ταξινομήσω τα άπειρα κομμάτια ενός γιγαντίου παζλ.
… Το σημάδι της πλώρης…
Δώδεκα χρόνια μετά το πρόσεξα… παλαμισμένο κ φρεσκοβαμμένο – από καρνάγια -το σκαρί κ εκεί
στην μάσκα την πλώρια στα δεξιά το μαδέρι χτυπημένο, σημαδεμένο…
- «Ετούτο εδώ γιατί έχει μείνει έτσι, πως δεν στοκαρίστηκε?
-«Αυτό είναι από το ναυάγιο σημάδι… Κανείς δεν το πειράζει
.Ποτέ..»
… Ένα καντήλι που καίει μόνιμα…στην Νάξο… Και δίπλα, σιμά
στο εικόνισμα… ένα σωσίβιο, μια μπλούζα δανεικιά κ η φωτογραφία του σκαριού μας…
- «Η μανά μου με γέννησε την πρώτη τη φορά …έτυχε… Ετούτοι
εδώ δεύτερη…με ξαναναστησανε γιατί το θέλανε»…
… Κ άλλο καντήλι
στην Ικαρία… με τον Αη Νικόλα δίπλα μας…
…Ένα τηλεφωνημα δώδεκα
χρόνια τώρα… σε κάθε μέρα γιορτινή… ποτέ δεν απολείπει… κ το κλάμα βουβό…από γονείς
ηλικιωμένους… -«κάποια μέρα να σμίξουμε, να σε γνωρίσουμε καπετάνιε από κοντά…»
…Ένα σπιτι , - ίσως
κ αλλα σπίτια- που τα Χριστούγεννα μένει δίχως λαμπιόνια , δίχως δέντρο… γιατί
οι στολισμοί οι εορτινοι στο σκοτάδι ζωντανεύουν σαν των σωσίβιων τα λαμπάκια…γιατί όταν πήδησε από το κατάστρωμα
… γύρισε πίσω κ τ αντίκρισε την ώρα που βούλιαζε κ στο μυαλό φάνταξε σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο… μόνο που το συνόδευαν κ το
στοίχειωσαν οι φωνές εκείνων που βούλιαζαν μαζί του εγκλωβισμένοι
… Φόβος ,-« από τότε
φοβήθηκα την θάλασσα… έβλεπα μετά κόσμο να κολυμπά στα βαθιά κ σφάλιζα τα μάτια…
τους θωρούσα όλους ναυαγούς…»
… Και άλλος Φοβος…
από τοτε δεν μπορεί να ταξιδέψει με
ποσταλι… Πανικός και σύγκρυο … κ κάθε φορά που πρέπει , βρίσκει στην γέφυρα καταφύγιο
κ εκεί το πλήρωμα – που πάντα ξέρει- δεν ρωτά… μόνο καλαμπούρια λέει να μην της θυμίζει…
… Και άλλος Φοβος…
δεν ξαναμπήκε σε καράβι… δεν ξαναέφυγε από το νησί… δεν βγήκε από του σπιτιού
την πόρτα… φοβόταν το κόσμο… το πλήθος.
… Τίποτα… «δεν
μου έμεινε τίποτα…»
…Σεβασμός… « ποτέ
δεν τη φοβήθηκα την θάλασσα, πάντα την σεβόμουν… κ τότε κ τώρα που σώθηκα» … «Κάποιοι
δεν την σεβάστηκαν όμως αρκετά…»
… Ένα πορτοπαραθυρο που
σφαλίζει τρομαγμένο στην Νάουσας την παράλια… Κάθε που δένουμε... του θυμίζουμε
μας μαρτυρά ο νερουλάς, εκείνο το βράδυ κ δεν τ’ αντέχει…
…μια χειραψία καποτες
στο ντοκο λιμανιού και μια ζεστή αγκαλιά από καπετάνιο άγνωστο - «έκλαψα , σαν μικρό παιδί έκλαψα τότε σαν
τα διάβασα»
…Ένα τραγούδι …
ένα στίχος … «Σε μια εικόνα έχω κρυφτεί , θ ανοίξω την καρδιά μου, ας είναι ο θάνατος
γλυκός»… στρατιώτη – ναυαγού Π/Ζ στην Σάμο η μελωδία …
… Και ο μικρος ο
ναυτης –αδερφός του τραγουδοποιού - κάθε φορά που από της πόρτες περνά αποστρέφει το βλέμμα
με πόνο….
… ένα απόκομμα
της γερμανόφωνης εφημεριδας… με τις περιγραφές του αυστριακού του επιβάτη… «ξέρει
πια γιατί σε κάθε καραβι βλέπει του αη Νικόλα την εικόνα…»
… ένα μετάλλιο Α’
ταξης στης γέφυρας το συρτάρι , σε κουτί βελούδινο σκονισμένο – ανοίχτηκε
αραγες ποτέ? , πλάι με το παλιό το ημερολόγιο…
…Δυο σωσίβια αδειανά…στο
πλωριό μας το στριντζο καταχωνιασμενα…
…Οι εφιάλτες που
τα βράδια τυραννούν κ ζωντανεύουν…
… και η φτεναδα στην
καρδια …
…και το δάκρυ που
βουρκώνει τα μάτια κάθε φορά που ξεκινά αφήγηση για την νύχτα εκείνη την αποφράδα…
Πονάνε οι μνήμες, πονάν οι στιγμές, πονάν οι εικόνες…Έτσι πρέπει
…
Και αυτό που αποκόμισα 12 χρόνια μετά, με κάθε σεβασμό στις αφηγήσεις
τους, προσπαθώντας να μην βεβηλώσω τον πόνο είναι πως….
Κανείς δεν ξέχασε , κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει…
Κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει…
Κανείς δεν θέλει να ξεχάσει…
-------------